- μετεξεταστέος
- -α, -οο μαθητής που υποχρεώνεται να εξεταστεί στην αρχή της επόμενης σχολικής χρονιάς σε μαθήματα που απέτυχε: Έμεινε μετεξεταστέος σε τρία μαθήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.